μπανιερό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπανιερό | τα | μπανιερά |
γενική | του | μπανιερού | των | μπανιερών |
αιτιατική | το | μπανιερό | τα | μπανιερά |
κλητική | μπανιερό | μπανιερά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπανιερό ουδέτερο
- το μαγιό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μπάνιο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μαγιό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπανιερό