μπαργούμαν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαργούμαν < (άμεσο δάνειο) αγγλική barwoman

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπαργούμαν θηλυκό άκλιτο (αρσενικό μπάρμαν)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]