μπαστούνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαστούνι τα μπαστούνια
      γενική του μπαστουνιού των μπαστουνιών
    αιτιατική το μπαστούνι τα μπαστούνια
     κλητική μπαστούνι μπαστούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαστούνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική bastone < δημώδης λατινική *bastō (γενική: bastōnis) < υστερολατινική bastum < *bastāre < αρχαία ελληνική βαστάζω (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπαστούνι ουδέτερο

  1. ραβδί για την υποβοήθηση της βάδισης
    → δείτε τις λέξεις βακτηρία και πατερίτσα
  2. (χαρτοπαίγνιο) ένα από τα χρώματα της τράπουλας (♠)
     συνώνυμα: πίκα

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παροιμίες[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]