μπούστο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπούστο τα μπούστα
      γενική του μπούστου των μπούστων
    αιτιατική το μπούστο τα μπούστα
     κλητική μπούστο μπούστα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μαρμάρινο αρχαιοελληνικό μπούστο, Άλτες Μουζέουμ, Βερολίνο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπούστο < (άμεσο δάνειο) ιταλική busto < λατινική bustum

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπούστο ουδέτερο

  1. (ανατομία) το μέρος του σώματος από τη μέση (ή το στήθος) ως τον λαιμό και τους ώμους
     συνώνυμα: κορμί, κορμός
  2. (συνεκδοχικά) είδος (γυναικείου) ενδύματος που καλύπτει (σφιχτά) το μπούστο (1)
     συνώνυμα: κορσάζ
  3. (κατ’ επέκταση) άγαλμα που παριστάνει έναν άνθρωπο από την κεφαλή ως τη μέση (ή ως το στήθος)
     συνώνυμα: προτομή

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]