μυστήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μυστήριο τα μυστήρια
      γενική του μυστηρίου
μυστήριου
των μυστηρίων
    αιτιατική το μυστήριο τα μυστήρια
     κλητική μυστήριο μυστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυστήριο < αρχαία ελληνική μυστήριον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /miˈsti.ɾi.o/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μυστήριο ουδέτερο

  1. ιεροτελεστία για μυημένους
    τα Ελευσίνια Μυστήρια
  2. η καθεμία από τις επτά κύριες τελετές της χριστιανικής θρησκείας (βάπτισμα, χρίσμα, Θεία Ευχαριστία, εξομολόγηση, ευχέλαιο, γάμος, ιεροσύνη)
    το μυστήριο του γάμου
  3. κάτι που είναι ασύλληπτο για τον ανθρώπινο νου
    το κρυμμένο μυστήριο του σύμπαντος
    είναι μυστήριο το πώς τα κατάφερε να αποδράσει

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • το κλειδί του μυστηρίου: το καθοριστικό στοιχείο προκειμένου κάποιος, χωρίς λάθη, να λύσει ένα αίνιγμα ή να αποκαλύψει ένα μυστικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]