μόνωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μόνωση οι μονώσεις
      γενική της μόνωσης* των μονώσεων
    αιτιατική τη μόνωση τις μονώσεις
     κλητική μόνωση μονώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μονώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μόνωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μόνωσις (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική isolation / isolement[1] [2])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmo.no.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μό‐νω‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μόνωση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μονώνω, η κάλυψη με ειδικά υλικά, ώστε να υπάρχει προστασία αλλά και να εμποδίζεται η κυκλοφορία ή απώλεια (κατά περίσταση της θερμότητας, της υγρασίας, του ήχου, του ηλεκτρισμού κ.λπ.
  2. (συνεκδοχικά) το σύνολο των μονωτικών υλικών που χρησιμοποιούνται στην ως άνω διαδικασία
  3. η απομόνωση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. μόνωσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. μόνωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας