νάγια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Νάγια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νάγια οι νάγιες
      γενική της νάγιας
    αιτιατική τη νάγια τις νάγιες
     κλητική νάγια νάγιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νάγια < (άμεσο δάνειο) γαλλική naja

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νάγια θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]