νένα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νένα οι νένες
      γενική της νένας
    αιτιατική τη νένα τις νένες
     κλητική νένα νένες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νένα, λέξη για τα μωρά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νένα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]