νήμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νήμα | τα | νήματα |
γενική | του | νήματος | των | νημάτων |
αιτιατική | το | νήμα | τα | νήματα |
κλητική | νήμα | νήματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νήμα < αρχαία ελληνική νῆμα < νήθω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈni.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νή‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νήμα ουδέτερο
- (ύφασμα) η κλωστή
- (πληροφορική) τα νήματα, τα προγράμματα που εκτελούνται παράλληλα και ανεξάρτητα[1]
- → δείτε τη λέξη Νήμα (υπολογιστές) στην Βικιπαίδεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κουβερόνημα
- νημάτινος
- νημάτιο
- νηματοειδής
- νηματομύκητας
- νηματουργείο
- νηματουργία
- νηματουργικός
- νηματουργός
- νηματώδης
- σταυρόνημα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νήμα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Αρχιτεκτονική Υπολογιστών, σελ. 41, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών - Τμήμα Πληροφορικής. Ανάκτηση 15/10/2019
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υφάσματα (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)