νανισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νανισμός οι νανισμοί
      γενική του νανισμού των νανισμών
    αιτιατική τον νανισμό τους νανισμούς
     κλητική νανισμέ νανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νανισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nanisme < αρχαία ελληνική νᾶνος + -ισμός[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /na.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: να‐νι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νανισμός αρσενικό

  • (ιατρική) παθολογική κατάσταση όπου το άτομο έχει τις διαστάσεις ενός νάνου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]