νανοκάψουλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νανοκάψουλα οι νανοκάψουλες
      γενική της νανοκάψουλας των νανοκαψουλών
    αιτιατική τη νανοκάψουλα τις νανοκάψουλες
     κλητική νανοκάψουλα νανοκάψουλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νανοκάψουλα < νανο- + κάψουλα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική nanocapsule

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /na.noˈka.psu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: να‐νο‐κά‐ψου‐λα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νανοκάψουλα θηλυκό

  • (νεολογισμός) κάψουλα της οποίας οι διαστάσεις μετρώνται σε νανόμετρα
    ※ Στο εργαστήριο της Ying νανοκάψουλες, αόρατες στο γυμνό μάτι, είναι φορτωμένες με τα πιο δραστικά συστατικά φαρμάκων που χρησιμοποιούνται για να βοηθήσουν τον οργανισμό να καταπολεμήσει καρκινικούς όγκους και μικρόβια (Γιάννης Μουρατίδης, Όταν και η επιστήμη ρίχνει τα τείχη, Η Καθημερινή, 5 Δεκεμβρίου 2015)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr