νανοκαταλύτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νανοκαταλύτης οι νανοκαταλύτες
      γενική του νανοκαταλύτη των νανοκαταλυτών
    αιτιατική τον νανοκαταλύτη τους νανοκαταλύτες
     κλητική νανοκαταλύτη νανοκαταλύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νανοκαταλύτης < νανο- + καταλύτης, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική nanocatalyst

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /na.no.ka.taˈli.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: να‐νο‐κα‐τα‐λύ‐της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νανοκαταλύτης αρσενικό

  • (νεολογισμός) καταλύτης σε διαστάσεις νανόμετρου
    ※ Τα πράγματα όμως μπορεί σύντομα να αλλάξουν χάρη στην ανακάλυψη ενός νέου νανοκαταλύτη ο οποίος, μειώνοντας θεαματικά τη χρήση πλατίνας στην κατασκευή των κυψελών καυσίμων, φιλοδοξεί να δώσει εντυπωσιακή ώθηση στα καθαρά αυτοκίνητα. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]