νανονήμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νανονήμα (νεολογισμός) < νανο- + νήμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νανονήμα ουδέτερο
- (τεχνολογία) νήμα από πολύ λεπτές ίνες (στην κλίμακα του νανομέτρου)
- ※ Οι ερευνητές στρέφουν πλέον την προσοχή τους στο πώς θα τελειοποιήσουν την τεχνική τους, ώστε οι νανοκλωστές να είναι τέλειες σε όλο το μήκος τους (προς το παρόν υπάρχουν ατέλειες σε μερικά σημεία), καθώς επίσης στο πώς θα παράγουν τέτοια διαμαντένια νανονήματα σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες, ώστε να υπάρξουν βιομηχανικές εφαρμογές. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νανονήμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νανο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)