νανοσωλήνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νανοσωλήνας θηλυκό
- (νεολογισμός) πολύ λεπτός σωλήνας (στην κλίμακα του νανομέτρου)
- Τρομερά λεπτές διαμαντένιες νανοκλωστές κατάφεραν για πρώτη φορά να δημιουργήσουν αμερικανοί επιστήμονες. Το νέο υλικό αναμένεται να έχει εντυπωσιακές ιδιότητες, όπως μεγαλύτερη δύναμη και ακαμψία σε σχέση με τους σημερινούς νανοσωλήνες και τα πολυμερή υλικά, ενώ παράλληλα θα είναι και πολύ ελαφρύ. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νανοσωλήνας
|