ναρκαλιεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναρκαλιεία οι ναρκαλιείες
      γενική της ναρκαλιείας των ναρκαλιειών
    αιτιατική τη ναρκαλιεία τις ναρκαλιείες
     κλητική ναρκαλιεία ναρκαλιείες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναρκαλιεία < νάρκ(η) + αλιεία[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /naɾ.ka.liˈi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναρ‐κα‐λι‐εί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναρκαλιεία θηλυκό

  • η εύρεση, αναγνώριση, μάζεμα και η αδρανοποίηση ναρκών από ένα ναρκοπέδιο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]