νατιβισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νατιβισμός οι νατιβισμοί
      γενική του νατιβισμού των νατιβισμών
    αιτιατική τον νατιβισμό τους νατιβισμούς
     κλητική νατιβισμέ νατιβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νατιβισμός < (λόγιο δάνειο) αγγλική nativism ((νεολογισμός) του τέλους του 20ού αιώνα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /na.ti.viˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: να‐τι‐βι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νατιβισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]