ναυαγισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ναυαγισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ναυαγώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ναυαγισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ναυαγώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναυαγισμένος
|