ναυλοσύμφωνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ναυλοσύμφωνο τα ναυλοσύμφωνα
      γενική του ναυλοσυμφώνου
ναυλοσύμφωνου
των ναυλοσυμφώνων
    αιτιατική το ναυλοσύμφωνο τα ναυλοσύμφωνα
     κλητική ναυλοσύμφωνο ναυλοσύμφωνα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναυλοσύμφωνο < ναύλος + -ο- + σύμφωνο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναυλοσύμφωνο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος) έγγραφη σύμβαση (συμφωνητικό) για τη ναύλωση πλοίου προς μεταφορά συγκεκριμένου φορτίου (είδος, ποσότητα), προορισμού (από και προς), χρόνου εκτέλεσης, ύψους ναύλου και τρόπου - χρόνου καταβολής του
    Μία ναύλωση αποδεικνύεται από το ναυλοσύμφωνο ή ναυλοσυμφωνητικό, που μπορεί όμως και να αντικατασταθεί από τη φορτωτική ή άλλο παραστατικό έγγραφο που ν’ αποδεικνύει τη παραλαβή τού προς φόρτωση πράγματος (εμπορεύματος). (*)
  2. ομοίως ως παραπάνω για αεροπλάνο χαρακτηριζόμενο εξ αυτού τσάρτερ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]