ναυμάχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ναυμάχος | οι | ναυμάχοι |
γενική | του | ναυμάχου | των | ναυμάχων |
αιτιατική | τον | ναυμάχο | τους | ναυμάχους |
κλητική | ναυμάχε | ναυμάχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ναυμάχος < ελληνιστική κοινή ναυμάχος < αρχαία ελληνική ναῦς + μάχη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /navˈma.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναυ‐μά‐χος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναυμάχος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναυμάχος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)