ναυτεργασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναυτεργασία θηλυκό
- η ναυτική εργασία / επάγγελμα
- ※ Γύπες και κοράκια στη ναυτεργασία: Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει το ναυτεργατικό σωματείο ΠΕΝΕΝ για την προσπάθεια που γίνεται και πάλι από ιδιώτες να ιδρύσουν γραφείο εύρεσης ναυτικής εργασίας, έναντι αμοιβής, προκειμένου να υποκατασταθεί και στο τέλος να καταργηθεί το Δημόσιο Γραφείο Εύρεσης Ναυτικής Εργασίας (ΓΕΝΕ) που λειτουργεί στο υπουργείο Ναυτιλίας. Η σύσταση και η λειτουργία του ΓΕΝΕ καθορίζονται με διεθνείς συμβάσεις που έχει επικυρώσει η χώρα μας και ταυτόχρονα προσδιορίζονται με σαφήνεια οι σκοποί του. (Εφημερίδα των Συντακτών, 22.10.2020)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναυτεργασία
|