ναυτομοντελισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ναυτομοντελισμός < ναυτικός + μοντελισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναυτομοντελισμός αρσενικό
- (ναυτικός όρος): ναυτάθλημα, που πραγματοποιείται με τεχνική κατασκευή και πλεύση ομοιωμάτων πλοίων, διαφόρων τύπων και κατηγοριών, για ψυχαγωγικούς και επιδεικτικούς λόγους (αγώνες)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναυτομοντελισμός
|