ναύτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναύτης οι ναύτες
      γενική του ναύτη
ναύτου
των ναυτών
    αιτιατική τον ναύτη τους ναύτες
     κλητική ναύτη ναύτες
Ο δεύτερος τύπος γενικής ενικού, λόγιος.
Σε όρους όπως Οίκος Ναύτου.
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ναύτες του πολεμικού ναυτικού της Ιαπωνίας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναύτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ναύτης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈna.ftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναύ‐της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναύτης αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος, επάγγελμα) μέλος του κατώτερου πληρώματος ενός πλοίου
  2. (στρατιωτικός βαθμός) οπλίτης του πολεμικού ναυτικού με τον κατώτατο βαθμό

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

και

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ναυς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ναύτης οἱ ναῦται
      γενική τοῦ ναύτου τῶν ναυτῶν
      δοτική τῷ ναύτ τοῖς ναύταις
    αιτιατική τὸν ναύτην τοὺς ναύτᾱς
     κλητική ! ναῦτ ναῦται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ναύτ
γεν-δοτ τοῖν  ναύταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναύτης < ναῦ(ς) + -της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναύτης αρσενικό

  1. (επάγγελμα) o ναύτης, o ναυτικός
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 188 (187-189)
    πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες; | ὁπποίης τ᾽ ἐπὶ νηὸς ἀφίκεο· πῶς δέ σε ναῦται | ἤγαγον εἰς Ἰθάκην;
    ποια η πατρίδα σου και ποιοι οι γονείς σου; | με τι λογής καράβι άραξες στο νησί; πώς κι έτσι στην Ιθάκη | σ᾽ έφεραν οι ναυτικοί;
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 876 (875-876)
    ἄλλοτε δ᾽ ἄλλαι ἄεισι διασκιδνᾶσί τε νῆας | ναύτας τε φθείρουσι·
    Κάθε φορά πνέουν κι αλλιώς και τα καράβια διασκορπίζουνε, | τους ναύτες αφανίζουν.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. συνταξιδιώτης σε ναυτικό ταξίδι
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 901 (900-901)
    οὐ δή σε δυσχέρεια τοῦ νοσήματος | ἔπεισεν ὥστε μή μ᾽ ἄγειν ναύτην ἔτι;
    Δεν πιστεύω να σ᾽ έκαμε το βάρος της αρρώστιας, | που να μη θέλεις πια να με πάρεις μαζί σας στο καράβι.
    Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr

Επίθετο[επεξεργασία]

ναύτης

Συγγενικά[επεξεργασία]

θέμα ναυτ- και δείτε ναῦς

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

με στερητικό ἀν-, διαφορετικού ετύμου

Πηγές[επεξεργασία]