νεκροβίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νεκροβίωση | οι | νεκροβιώσεις |
γενική | της | νεκροβίωσης* | των | νεκροβιώσεων |
αιτιατική | τη | νεκροβίωση | τις | νεκροβιώσεις |
κλητική | νεκροβίωση | νεκροβιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, νεκροβιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεκροβίωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική necrobiosis < αρχαία ελληνική νεκρός + ελληνιστική κοινή βίωσις < αρχαία ελληνική βιόω < βίος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεκροβίωση θηλυκό
- (βιολογία, ιατρική) ο φυσιολογικός θάνατος κυττάρων ή ιστών λόγω αλλαγών που σχετίζονται με την ηλικία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεκροβίωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νεκρο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)