νεκρολούλουδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεκρολούλουδο τα νεκρολούλουδα
      γενική του νεκρολούλουδου των νεκρολούλουδων
    αιτιατική το νεκρολούλουδο τα νεκρολούλουδα
     κλητική νεκρολούλουδο νεκρολούλουδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεκρολούλουδο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεκρολούλουδο ουδέτερο

  1. λουλούδι τάφου, μνήματος ή προσφοράς-αφιερώματος σε νεκρό
  2. ο ασφόδελος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]