νεκροφύλακας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η νεκροφύλακας οι νεκροφύλακες
      γενική του
του/της
νεκροφύλακα
νεκροφύλακος
των νεκροφυλάκων
    αιτιατική τον/τη νεκροφύλακα τους/τις νεκροφύλακες
     κλητική νεκροφύλακα νεκροφύλακες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεκροφύλακας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεκροφύλαξ < νεκρο- + φύλαξ (φύλακας) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ne.kɾoˈfi.la.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐κρο‐φύ‐λα‐κας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεκροφύλακας αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)