νεοαποικιοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοαποικιοκρατία < νέα + αποικιοκρατία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεοαποικιοκρατία θηλυκό
- η κυριαρχία εύρωστων οικονομικά χωρών στις πιο αδύναμες, με οικονομικά και πολιτισμικά μέσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοαποικιοκρατία