νεοημερολογίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοημερολογίτης οι νεοημερολογίτες
      γενική του νεοημερολογίτη των νεοημερολογιτών
    αιτιατική τον νεοημερολογίτη τους νεοημερολογίτες
     κλητική νεοημερολογίτη νεοημερολογίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεοημερολογίτης < νεο- + ημερολόγ(ιο) + -ίτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεοημερολογίτης αρσενικό (θηλυκό νεοημερολογίτισσα)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]