νεοθετικισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοθετικισμός οι νεοθετικισμοί
      γενική του νεοθετικισμού των νεοθετικισμών
    αιτιατική τον νεοθετικισμό τους νεοθετικισμούς
     κλητική νεοθετικισμέ νεοθετικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεοθετικισμός < νεο- + θετικισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neopositivism)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεοθετικισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]