νεοθετικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοθετικισμός < νεο- + θετικισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neopositivism)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεοθετικισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεωρία που χαρακτηρίζεται από την άρνηση οποιουδήποτε μεταφυσικού στοιχείου στη φιλοσοφία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- νεοθετικιστής
- νεοθετικιστικός
- → δείτε τις λέξεις νέος, θετικισμός και θετικός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοθετικισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νεο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)