νεοκορπορατισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοκορπορατισμός οι νεοκορπορατισμοί
      γενική του νεοκορπορατισμού των νεοκορπορατισμών
    αιτιατική τον νεοκορπορατισμό τους νεοκορπορατισμούς
     κλητική νεοκορπορατισμέ νεοκορπορατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεοκορπορατισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεοκορπορατισμός αρσενικό

  • είναι ο φιλελεύθερος κορπορατισμός, ο οποίος λειτουργεί στο φάσμα της τριμερούς κυβέρνησης, δηλαδή συνδιαλλαγής (συμβιβασμού) κρατικών αξιωματούχων, εκπροσώπων συνδέσμων εργοδοτών και εκπροσώπων των εργατικών συνδικάτων με το μηχανισμό αυτό να επιτρέπει στις μείζονες κοινωνικές ομάδες να ανταγωνίζονται για τα συμφέροντά τους και τη διαμόρφωση της κυβερνητικής πολιτικής
    οι διάφορες μορφές συνδικαλιστικής αντιπροσώπευσης των συμφερόντων (νεοκορπορατισμός) είχαν μεγάλη πέραση την εποχή της σοσιαλιστικής συναίνεσης, δηλαδή τότε που το κράτος πρόνοιας ήταν στα άνω του και οι προσλήψεις στο δημόσιο ήταν ο μοναδικός τρόπος καταπολέμησης της κοινωνικής ανισότητας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]