νεοπαγανισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοπαγανισμός < νεο- + παγανισμός < γαλλική < υστερολατινική paganismus < λατινική paganus (άνθρωπος της υπαίθρου, αγρότης) < pagus (ύπαιθρος) < pango < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂g-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεοπαγανισμός αρσενικό
- η σύγχρονη εκδοχή του παγανισμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις νέος και παγανισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοπαγανισμός
|