νεορομαντισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεορομαντισμός οι νεορομαντισμοί
      γενική του νεορομαντισμού των νεορομαντισμών
    αιτιατική τον νεορομαντισμό τους νεορομαντισμούς
     κλητική νεορομαντισμέ νεορομαντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεορομαντισμός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neoromanticism. Αναλύεται σε νεο- + ρομαντ- + -ισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεορομαντισμός αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]