νεοσύλλεκτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοσύλλεκτος οι νεοσύλλεκτοι
      γενική του νεοσύλλεκτου
νεοσυλλέκτου
των νεοσύλλεκτων
νεοσυλλέκτων
    αιτιατική τον νεοσύλλεκτο τους νεοσύλλεκτους
νεοσυλλέκτους
     κλητική νεοσύλλεκτε νεοσύλλεκτοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεοσύλλεκτος < νεο- + συλλέγω + -τος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεοσύλλεκτος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

στρατιωτική αργκό:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]