νεοφοβία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεοφοβία οι νεοφοβίες
      γενική της νεοφοβίας των νεοφοβιών
    αιτιατική τη νεοφοβία τις νεοφοβίες
     κλητική νεοφοβία νεοφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεοφοβία < νέο + -φοβία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεοφοβία θηλυκό

  • (ιατρική) φοβία που έχουν νεαρά άτομα
    ※  Παιδική νεοφοβία. Η τροφική νεοφοβία συχνά περιγράφεται ως απροθυμία ή αποφυγή κατανάλωσης νέων τροφίμων ([1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]