νεοφροϊδίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοφροϊδίστρια < νεοφροϊδιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεοφροϊδίστρια θηλυκό
- (ψυχολογία, ψυχανάλυση) αυτή που ακολουθεί τη θεωρία και την πρακτική του νεοφροϊδισμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε νεοφροϊδιστής
νεοφροϊδίστρια
|