νεράγκαθο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεράγκαθο τα νεράγκαθα
      γενική του νεράγκαθου των νεράγκαθων
    αιτιατική το νεράγκαθο τα νεράγκαθα
     κλητική νεράγκαθο νεράγκαθα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Νεράγκαθο
του είδους Dipsacus fullonum.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεράγκαθο < νερ- + αγκάθ(ι) + -ο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /νeˈɾaŋ.ɡa.θo/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεράγκαθο ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]