νεροκολόκυθο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεροκολόκυθο τα νεροκολόκυθα
      γενική του νεροκολόκυθου των νεροκολόκυθων
    αιτιατική το νεροκολόκυθο τα νεροκολόκυθα
     κλητική νεροκολόκυθο νεροκολόκυθα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεροκολόκυθο < νερο- + κολοκύθ(ι) + -ο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ne.ɾo.koˈlo.ci.θo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ρο‐κο‐λό‐κυ‐θο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεροκολόκυθο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]