νερούλιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νερούλιασμα < νερουλιάζω [νερούλιασ(α)] + -μα[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /neˈɾu.ʎa.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ρού‐λια‐σμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νερούλιασμα ουδέτερο
- υπερβολική προσθήκη νερού ή αραίωση με νερό
- (μεταφορικά) απώλεια της ευρωστίας
- ※ πρὸ πολλοῦ τὸ γῆρας, τὸ ἔμπλεων ῥυτίδων καὶ σιέλων καὶ νύστας καὶ νερουλιάσματος, κατηργήθη διὰ τὰς γυναῖκας, ἢ τοὐλάχιστον κατηργήθη ἀπὸ τὸ μυροβόλον λεξιλόγιόν σας. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
- (μεταφορικά) απώλεια της δυνατότητας για λογικές σκέψεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νερούλιασμα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)