νετάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νετάρισμα ουδέτερο (συνήθως στον ενικό)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νετάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νετάρισμα
|