νευροοφθαλμολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νευροοφθαλμολογία οι νευροοφθαλμολογίες
      γενική της νευροοφθαλμολογίας των νευροοφθαλμολογιών
    αιτιατική τη νευροοφθαλμολογία τις νευροοφθαλμολογίες
     κλητική νευροοφθαλμολογία νευροοφθαλμολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νευροοφθαλμολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική neuro-ophthalmology < αρχαία ελληνική νεῦρον + ὀφθαλμός + λέγω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νευροοφθαλμολογία θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]