νευρορραφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νευρορραφή < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική neurorrhaphy + -ή < αρχαία ελληνική νεῦρον + ῥαφή < ῥάπτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νευρορραφή θηλυκό
- (ιατρική) διαδικασία κατά την οποία οι άκρες ενός κομμένου νεύρου ενώνονται με ράμματα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νευρορραφή
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)