νεφοκάλυψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεφοκάλυψη οι νεφοκαλύψεις
      γενική της νεφοκάλυψης των νεφοκαλύψεων
    αιτιατική τη νεφοκάλυψη τις νεφοκαλύψεις
     κλητική νεφοκάλυψη νεφοκαλύψεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεφοκάλυψη < νέφ(ος) + -ο- + κάλυψη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ne.foˈka.li.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐φο‐κά‐λυ‐ψη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεφοκάλυψη θηλυκό

  • (νεολογισμός, μετεωρολογία) η κάλυψη του ουρανού από σύννεφα
    ※ Άνοδος της θερμοκρασίας πάνω από τον μέσο όρο παρατηρήθηκε σε διάφορες αμερικανικές και καναδικές λίμνες, στη Νεκρά Θάλασσα, στη Βαϊκάλη της Σιβηρίας κ.α. Στον Βορρά οι λίμνες χάνουν πιο γρήγορα το στρώμα πάγου τους, ενώ σε νοτιότερες περιοχές υπάρχει μικρότερη νεφοκάλυψη και οι λίμνες εκτίθενται περισσότερο στις ακτίνες του Ήλιου. (Οι λίμνες αρχίζουν να… βράζουν, Το Βήμα, 17 Δεκεμβρίου 2015)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr