νεφροστομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεφροστομία θηλυκό
- (ιατρική) η τοποθέτηση σωλήνα / καθετήρα στο νεφρό από το δέρμα σε περίπτωση απόφραξης (διαδερμική νεφροστομία)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεφροστομία
|