νεφρώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νεφρώνας | οι | νεφρώνες |
γενική | του | νεφρώνα | των | νεφρώνων |
αιτιατική | τον | νεφρώνα | τους | νεφρώνες |
κλητική | νεφρώνα | νεφρώνες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεφρώνας < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) αγγλική nephron[1] < αρχαία ελληνική νεφρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεφρώνας αρσενικό,
- (ανατομία, νεφρολογία) μικροσκοπική δομική και λειτουργική μονάδα του νεφρού, που αποτελείται από το νεφρικό σωμάτιο και το ουροφόρο σωληνάριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεφρώνας
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)