νεόπλουτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεόπλουτη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου νεόπλουτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεόπλουτη θηλυκό
- θηλυκό του νεόπλουτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε νεόπλουτος
νεόπλουτη
|