νεώσοικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεώσοικος οι νεώσοικοι
      γενική του νεώσοικου
νεωσοίκου
των νεώσοικων
νεωσοίκων
    αιτιατική τον νεώσοικο τους νεώσοικους
νεωσοίκους
     κλητική νεώσοικε νεώσοικοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεώσοικος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεώσοικος[1] < νεώς (γενική ενικού του ναῦς=πλοίο) + οἶκος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /neˈo.si.kos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεώσοικος αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]