νηματίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νηματίαση | οι | νηματιάσεις |
γενική | της | νηματίασης* | των | νηματιάσεων |
αιτιατική | τη | νηματίαση | τις | νηματιάσεις |
κλητική | νηματίαση | νηματιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, νηματιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νηματίαση < καθαρεύουσα νηματίασις < νημάτιον + -σις < αρχαία ελληνική νῆμα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική filariose)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νηματίαση θηλυκό
- (ιατρική) ασθένεια που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή και που οφείλεται στην είσοδο στον οργανισμό νηματωδών σκωλήκων
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)