νιάνιαρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νιάνιαρο τα νιάνιαρα
      γενική του νιάνιαρου των νιάνιαρων
    αιτιατική το νιάνιαρο τα νιάνιαρα
     κλητική νιάνιαρο νιάνιαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νιάνιαρο < πιθανότατα (άμεσο δάνειο) βενετική gnagnara (λέξη θηλυκού γένους που θεωρήθηκε πληθυντικός) που συνδυάστηκε με το νιανιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νιάνιαρο ουδέτερο

  1. πολύ μικρό παιδί
  2. (μειωτικό) νεαρό άτομο χωρίς εμπειρίες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]