νοθογένεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοθογένεια < νοθογενής + -εια < ελληνιστική κοινή νοθογενής < αρχαία ελληνική νόθος + γίγνομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νοθογένεια θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές, βιολογία, ζωολογία, βοτανική) η ιδιότητα του νοθογενούς
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νοθογένεια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)