νοικιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοικιάζω < ενοικιάζω με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /niˈca.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

νοικιάζω

  1. παραχωρώ ένα οίκημα ή όχημα ή κάτι άλλο προς ενοικίαση
  2. χρησιμοποιώ ένα σπίτι ή όχημα ή κάτι άλλο πληρώνοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]