ντομάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντομάτα οι ντομάτες
      γενική της ντομάτας των ντοματών
    αιτιατική την ντομάτα τις ντομάτες
     κλητική ντομάτα ντομάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μία ντομάτα
φέτες ντομάτας στο τηγάνι με αβγά και μανιτάρια

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντομάτα < (άμεσο δάνειο) ισπανική tomate < νάουατλ tomātl
Στην Ελλάδα είναι γνωστή από το 1818

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /doˈma.ta/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντομάτα θηλυκό

  1. (φυτό) το φυτό ντοματιά
  2. (λαχανικό) ο καρπός της ντοματιάς
    ※ Πιάτο της γιορτής από τα τέλη κιόλας του 19ου αιώνα, το πολίτικο, αλλά και το ελλαδίτικο ροσμπίφ φορά την κόκκινη σάλτσα της ντομάτας και παντρεύεται με χοντρό μακαρόνι, αγνοώντας τη μέτρια ψημένη με αρωματικά στον φούρνο εκδοχή του εγγλέζου προγόνου του. (εφ. Το Βήμα, 22.12.2011)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]